- ἐπιείκελ'
- ἐπιείκελα , ἐπιείκελοςlikeneut nom/voc/acc plἐπιείκελε , ἐπιείκελοςlikemasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιείκελος — ἐπιείκελος, ον (Α) ο εντελώς όμοιος, παρόμοιος («θεοῑς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είκελος* «όμοιος» (βλ. και λ. έοικα)] … Dictionary of Greek